- ιωρός
- ἰωρός, ὁ (Α)1. (κατά τον Απολλ. Δύσκ.) ο φύλακας τής πόλης2. παροιμ. (κατά το λεξ. Σούδα) «οὐδ' ἐντὸς ἰωροῡοὐδ' ἐν ἀσφαλεία» ή «ἐκτὸς ἰωροῡ» — για την επικήρυξη ανθρωποκτόνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. να προέρχεται από *Fί-Fωρος, που συνδέεται με τους τ. ὁρῶ, ὤρα, οὖρος «φύλακας»].
Dictionary of Greek. 2013.