ιωρός

ιωρός
ἰωρός, ὁ (Α)
1. (κατά τον Απολλ. Δύσκ.) ο φύλακας τής πόλης
2. παροιμ. (κατά το λεξ. Σούδα) «οὐδ' ἐντὸς ἰωροῡ
οὐδ' ἐν ἀσφαλεία» ή «ἐκτὸς ἰωροῡ» — για την επικήρυξη ανθρωποκτόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. να προέρχεται από *-Fωρος, που συνδέεται με τους τ. ὁρῶ, ὤρα, οὖρος «φύλακας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἰωρός — ban masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωροί — ἰωρός ban masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωροῦ — ἰωρός ban masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωρῶν — ἰωρός ban masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”